Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Πώς σώσανε τη ΔΕΗ (το 1944) – η Μάχη της Ηλεκτρικής


 
Της  Ολγας Μαύρου
 
 Tιμώντας τους  νεκρούς που έπεσαν στις 12 και 13 Οκτωβρίου υπερασπιζόμενοι την Αθήνα και τον Πειραιά από τις τελευταίες δολιοφθορές των αποχωρούντων Γερμανών, θα πραγματοποιηθεί σήμερα εκδήλωση στον Άγιο Γεώργιο Κερατσινίου Οι άνθρωποι αυτοί σκοτώθηκαν όταν όλοι οι άλλοι Έλληνες πανηγύριζαν την απελευθέρωση
Χάρη σε αυτους δεν έμεινε χωρίς ηλεκτρικό η Αθήνα και ο Πειραιάς
Σήμερα τους τιμάμε τυπικά, αλλά αναρωτιέται εύλογα κανείς πώς μπορεί κάποιος  αληθινά να τιμά εκείνους που  σκοτώθηκαν για τη ΔΕΗ όταν σήμερα αυτή ξεπουλιέται για το δικαίωμα να πεινάσουμε εντός Ευρώπης
ΟΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Ανάμεσα σε εκείνους που αγωνίστηκαν τότε στην ΚΟΠΗ και στο Εργιστάσιο της Ηλεκτρικής ήταν και ο πατέρας του Θανάση Βέγγου, ο αγωνιστής Βασίλης  Βέγγος
Στη μάχη του ΕΛΑΣ, με μονάδες υποστήριξης, εργάτες και κάτοικους  της περιοχής, έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, 11 αντιστασιακοί. Από την πλευρά των Γερμανών οι απώλειες ήταν: 11 νεκροί, 21 τραυματίες και 24 αιχμάλωτοι, οι οποίοι παραδώθηκαν, στη συνέχεια, στους Βρετανούς
Στη μάχη σκοτώθηκαν οχτώ μαχητές του ΕΛΑΣ, ο Νίκος Γεωργιάδης, ο Γιώργος Γκιόρδας, ο Ιωάννης Ηλιόπουλος, ο Αντώνης Καλαποθάκος, ο Ανδρέας Κουνούπας, ο Δημήτρης Μαργαρώνης ο Γρηγόρης Μεγγίσογλου και ο Συρίγος Παπάζογλου. Προηγουμένως στη μάχη της ΚΟΠΗ είχαν σκοτωθεί  οι Παναγιώτης Κοσμίδης, Παναγιώτης Μαυρομάτης και Ακρίτας Τοροσιάδης, που βαριά τραυματισμένος απεβίωσε το Δεκέμβριο.
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ
Το εργοστάσιο της ΚΟΠΗ  άρχισε να λειτουργεί το 1909 ως Γενική Αποθήκη Υλικού Στρατού Πειραιά (ΓΑΥΣΠ) σε άλλο σημείο πολύ κοντά στο λιμάνι. Στο σημείο αυτό μεταφέρθηκε το 1937 και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών άρχισαν να το γνωρίζουν ως ΚΟΠΗ. Το στρατιωτικό εργοστάσιο έχει επίσημη ονομασία στρατόπεδο ΣΧΗ ΜΑΓΓΙΩΡΟΥ, σε αυτό στεγάζεται και το Χημείο Στρατούο και ήταν το  μεγαλύτερο στρατιωτικό εργοστάσιο στην Ελλάδα παραγωγής αντικειμένων στρατιωτικού ιματισμού όπως στολές, χιτώνια, πουκάμισα, στρατιωτικά παλτά, μπότες και στρατιωτικές φούστες τσολιάδων. Βρίσκεται σε μια έκταση περίπου 40 στρεμμάτων ακριβώς στο σημείο διασταύρωσης των δήμων Πειραιά, Κερατσινίου και Δραπετσώνας στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των δρόμων Αγίου Παντελεήμονος – Μεθώνης – Υπαπαντής – Μιαούλη, είναι κλειστός περιφραγμένος χώρος όπως όλα τα στρατόπεδα..
Στις 12 και 13 Οκτωβρίου 1994 οι Γερμανοί βλέποντας ότι δεν μπορούν πια να παραμείνουν, ανατίναξαν προβλήτες, το τελωνείο, λιμεναρχείο και κτίρια του Ο.Λ.Π. πρόθεσή τους ήταν να σωριάσουν σε ερείπια το εργοστάσιο ΚΟΠΗ, ντεπόζιτα πετρελαίων, βιομηχανίες, αλευρόμυλους στο Κερατσίνι και την Ηλεκτρική Εταιρεία. Με εξουδετερώσεις καλωδιακών μηχανισμών και μάχες του Ε.Λ.Α.Σ. Ταμπουρίων σώθηκαν ο ΣΕΚ, ο ΣΠΑΠ (τρένα), η ΚΟΠΗ, η Σχολή Δοκίμων, οι Αλευρόμυλοι, η Shell και η Standard
ΜΑΡΤΥΡΙΑ επιζήσαντα
Του Σταύρου Γεωργίου, εργάτη της  «Ηλεκτρικής»
«Κι εγώ οπλοφορούσα. Η οργάνωση μου είχε δόσει ένα περίστροφο. Από τη μάντρα του εργοστασίου “Ελούλ”  όπου έφθασαν πολλοί συναγωνιστές αρχίσαμε και βάλλαμε στη Γέφυρα, που πολλοί Γερμανοί μη μπορώντας να φυλαχτούν έτρεξαν χώθηκαν κάτω απ’ αυτήν.
Μέσα στο εργοστάσιο ήταν οι εννέα ΕΛΑΣίτες, ο Καλαποθάκος, ο Αλιβέρτος, ο Καρακατσάνης, ο Αρμόδιος, ο Τάσος Γεωργίου, ο Μπουμπούνας.
Οι Γερμανοί είχαν έλθει μ’ ένα μικρό αυτοκίνητο και τρία μεγάλα με βαρύ οπλισμό. Στη στροφή του δρόμου βρήκαν ένα γεροντάκι. Τον ρωτήσανε, από πού πρέπει να πάνε για το εργοστάσιο. Το γεροντάκι θέλησε να τους παραπλανήση. Κι όπως μάθαμε αργότερα το εκτέλεσαν.
Οι Γερμανοί δεν περίμεναν πως είχε φρουρά το εργοστάσιο. Κι ούτε σκέφτηκαν να κατέβουν απ’ το αυτοκίνητο και ακολοθούσαν τα άλλα τρία. Οι μαχητές του εργοστασίου είχαν το σχέδιό τους. Οι πιο πολλοί ανέβηκαν στην ταράτσα του εστιατορίου και μερικοί πήραν θέσεις στο παρατηρητήριο.
Από κει κατάλαβαν ότι έχουν αυτό που χρειάζονται: Πεδίο μάχης πλεονεκτικό. Όταν έφτασαν οι Γερμανοί στο εργοστάσιο (το μικρό απείχε από την είσοδο 6-7 μέτρα και τα άλλα ξοπίσω του) άρχισαν οι μπαταριές από την ταράτσα.
Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν γιατί καθώς ήταν αμέριμνοι και ακάλυπτοι, σε ανοιχτό χώρο είχαν με την πρώτη αρκετούς τραυματίες και νεκρούς. Το έδαφος δεν τους ευνοούσε. Διαφορετικά ήταν τα πράγματα για τους δικούς μας μαχητές. Γι’ αυτό οι Γερμανοί μη μπορώντας ν’ αμυνθούν πήραν την αριστερή πλευρά του δρόμου, που τους κάλυπτε περισσότερο και χώθηκαν κάτω από το γεφύρι.
Στο μεταξύ άρχισαν να έρχονται για ενίσχυση ΕΛΑΣίτικες δυνάμεις να βοηθήσουν. Το πόσο γρήγορα μαζεύτηκαν δεν μπορώ να το περιγράψω.
Ήλθε ο ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς της Νέας και της Παλιάς, του Κοκκινόβραχου. Γέμισαν τα βουνά. Γιατί βουνά, άχτιστα ήταν τότε οι γύρω γειτονιές… Στο μεταξύ το τουφεκίδι συνέχιζε από μέσα κι απ’ έξω.
Οι Γερμανοί βλέποντας πως δεν υπήρχε διέξοδος, δεν ξέραν τι να κάμουν, τά χασαν. Κι αυτοί που ήταν πάνω στ’ αυτοκίνητα τραυματισμένοι και όχι, πρώτοι σήκωσαν τα χέρια. Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή:
Παύσατε πυρ! Έτσι έπαψαν τα πυρά.
Όσοι ήσαν στο γεφύρι, άρχισαν να βγαίνουν σαν τα ποντίκια. Τότε ήλθα κι εγώ σε επαφή με δύο γερμανούς αξιωματικούς. Από τον ένα πήρα το περίστροφο. Όμως κείνη την ώρα ήλθε ένας αξιωματικός του ΕΛΑΣ, μου το ζήτησε και του το εδωσα. Νόμισα πως ήταν ο σύντροφος Κεπέσης.
Προχώρησα προς την πόρτα του εργοστασίου και ανέβηκα στο παρατηρητήριο και ζήτησα τον Καλαποθάκο. Όμως δεν τον βρήκα. Τότε πήδησα τον μαντρότοιχο που είχε πέρασμα και τον είδα ξαπλωμένο. Κοντά μου ήταν κι άλλοι και τι να δω: Ο Αντώνης Καλαποθάκος ήταν νεκρός.
Τον φορτωθήκαμε αμέσως και τον πήγαμε στο καταφύγιο. Εκεί μαζέψαμε όλους τους νεκρούς. Απ’ ότι έμαθα ο Νέστορας Γεωργιάδης (μηχανικός) πήγε να βγει από τη μεριά του “Ελούλ” και σκοτώθηκε από νάρκη. Κι ο Μαργαρώνης από νάρκη πήγε κι αυτός. Όσο για τον Καλαποθάκο, η γνώμη μου είναι ότι πήδησε τον τοίχο για να τρέξει να βρει πολυβόλο και δέχτηκε ριπή από γερμανικό αυτοκίνητο. Έτσι έπεσε το άξιο παλικάρι.
… Στις 9 το πρωί της 13ης Οκτώβρη […] στην είσοδο του εργοστασίου, εμφανίστηκε ο μηχανικός Λάβδας (που είχαμε διώξει απ’ το εργοστάσιο σα συνεργάτη των Γερμανών) με τον ταξίαρχο Π. Κατσώτα. Όταν ύστερα από ειδοποίηση πήγα για συνάντησή τους, σαν εκπρόσωπος των εργατών, ο Κατσώτας με ρώτησε:
Ποιος έσωσε το Εργοστάσιο;

Ο ΕΛΑΣ της περιοχής, οι εργαζόμενοι και άλλοι αγωνιστές που ήλθαν και πήραν μέρος στη μάχη, έξω απ’ το εργοστάσιο, του απάντησα κοφτά.
Ο Π. Κατσώτας κατάπιε το σάλιο του κι ύστερα από κάποια σκέψη μου λέγει:
Να φέρω τότε χωροφύλακες να φυλάξουν το εργοστάσιο.

Εμείς που το σώσαμε – ΕΛΑΣ και εργαζόμενοι – είμαστε σε θέση να το φυλάξουμε κύριε συνταγματάρχα, του είπα κοφτα και του κοψα την κουβέντα». 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου