Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Περικοπές, διαφοροποίηση και... αυτοχρηματοδότηση!


 
Εισαγωγικά χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε τρία βασικά ζητήματα που πλαισιώνουν την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική:
  1. Η εκπαιδευτική πολιτική δεν έχει αυτονομία. Είναι δεμένη με την οικονομική πολιτική και όλα μαζί καθορίζονται από τις κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό αν θέλαμε να το μεταφράσουμε σχηματικά θα λέγαμε ότι στην ουσία δεν υπάρχουν εκπαιδευτικά προβλήματα. Υπάρχουν οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που αντανακλώνται στην εκπαίδευση.
  2. Η εκπαιδευτική πολιτική του Υπουργείου Παιδείας είναι συνέχεια και προέκταση των πολιτικών των προηγούμενων ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας, είναι δεμένη με ένα νήμα με τις πολιτικές που άσκησαν στο χώρο της εκπαίδευσης η Διαμαντοπούλου, ο Αρβανιτόπουλος και ο Λοβέρδος για να μείνουμε μόνο στα μνημονιακά χρόνια. Η πολιτική αυτή, πηγάζει από τα μνημόνια και εκπορεύεται από τα επιτελεία της ΕΕ και τον ΟΟΣΑ.
  3. Σημαντικός μοχλός προώθησης αυτής της πολιτικής είναι το λεγόμενο ΕΣΠΑ (πρώην ΕΠΕΑΕΚ) δηλαδή οι «πληρωμένες οδηγίες» της Ε.Ε. μέσω των οποίων, αφενός αποσπάται ευκολότερα η συναίνεση του κόσμου, αφετέρου ανοίγει ευκολότερα το έδαφος υλοποίησης των κεντρικών κατευθύνσεων για την εκπαίδευση.
Η πολιτική του Υπουργείου Παιδείας έχει δυο ταχύτητες. Και οι δύο «μοντάρουν», «μαντάρουν» και εξειδικεύουν το 3ο Μνημόνιο και τις οδηγίες – εντολές του ΟΟΣΑ.
Η πρώτη ταχύτητα αφορά στις άμεσες νομοθετικές παρεμβάσεις (για παράδειγμα η υπουργική απόφαση για την αναμόρφωση του εβδομαδιαίου ωρολογίου προγράμματος των δημοτικών σχολείων, ο νόμος 4386/2016  ο οποίος περιλαμβάνει την οργανικότητα των νηπιαγωγείων, η Υπουργική Απόφαση για το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα των Γυμνασίων, τις αναθέσεις μαθημάτων κλπ ).
Η δεύτερη ταχύτητα αφορά στις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις που σε αυτή τη φάση παρουσιάζονται σαν αποτέλεσμα του λεγόμενου εθνικού διαλόγου για την Παιδεία.
Αν τινάξουμε τη μελωμένη φλυαρία και τα καλολογικά στοιχεία που στοχεύουν στην εξαγορά της συναίνεσης της κοινής γνώμης τότε θα φτάσουμε στον πυρήνα της πολιτικής που περιέγραψε ο Πρόεδρος του λεγόμενου εθνικού διαλόγου Α. Λιάκος: Ας θυμηθούμε ότι ονόμασε «ανηλικότητα», την υποχρέωση του κράτους να χρηματοδοτεί την εκπαίδευση, άρα «ωριμότητα» είναι το άνοιγμα των σχολείων στις απαιτήσεις της «αγοράς» μέσω της λεγόμενης  «αυτονομίας του σχολείου».
Να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: Στις σημερινές συνθήκες  η οργανωτική αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος μέσα από σχήματα διοικητικής αποκέντρωσης και οικονομικής και παιδαγωγικής αυτονομίας αποσκοπεί στην απαλλαγή του αστικού κράτους από τα βαρίδια της χρηματοδότησης κοινωνικών δαπανών. Είναι στην κυριολεξία υποταγή σ' αυτά προκειμένου να εξασφαλιστεί η οικονομική του επιβίωση.
Είναι αφέλεια και αυταπάτη να θεωρήσει κανείς αλλαγές στο πλαίσιο διοίκησης της εκπαίδευσης όπως η αποκέντρωση και η αυτονομία της σχολικής μονάδας ως αποδέσμευση από τον συγκεντρωτικό κρατικό έλεγχο.
Στόχοι και κατευθύνσεις

Η σημερινή πολιτική του Υπουργείου Παιδείας έχει δυο κεντρικούς στόχους: Ο πρώτος αφορά στις περικοπές και «κουμπώνει» με τη συνολική κυβερνητική πολιτική των περικοπών στην οικονομία και την κοινωνία. Μιλάμε για την εκπαίδευση στον «κόφτη». Ο στόχος αυτός, την τρέχουσα περίοδο, περιλαμβάνει τη μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης για την εκπαίδευση και εξειδικεύεται πρωτίστως αλλά όχι μόνο στη μείωση του μισθολογικού κόστους που σε απλά ελληνικά σημαίνει: λιγότερες προσλήψεις εκπαιδευτικών, αύξηση του εργασιακού φόρτου των υπαρχόντων, κινητικότητα και ευελιξία, αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, μετακύλιση κόστους σπουδών στις οικογένειες των μαθητών, επιδείνωση των όρων της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των συνθηκών μάθησης.
Να δώσουμε ένα παράδειγμα μεγέθους: Οι αλλαγές που νομοθετήθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας «εξοικονόμησαν», σε πρώτη φάση, σε βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των μορφωτικών αναγκών περίπου 6-7.000 εκπαιδευτικούς από το νηπιαγωγείο ως το Λύκειο. Μιλάμε για τον τρίτο «κόφτη» αφού προηγήθηκαν η Άννα Διαμαντοπούλου με την εξαφάνιση περίπου 1000 σχολικών μονάδων μέσω συγχωνεύσεων και κλεισιμάτων και ο Κ. Αρβανιτόπουλος μέσω της διαθεσιμότητας 2.000 εκπαιδευτικών και της αύξησης του ωραρίου κατά δυο ώρες στους καθηγητές.
Το καμπανάκι δεν χτύπησε μόνο για τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς που βρέθηκαν χωρίς δουλειά, αλλά και για τους μόνιμους που δεν θα καλύπτουν ωράριο σε ένα σχολείο ή θα καταργηθεί η ειδικότητά τους. Αν η κινητικότητα, ακόμη και σε άλλο υπουργείο ή άλλο νομό, ακούγεται «υποφερτή» την εποχή των 1.500.000 ανέργων, κανείς –εκτός από τη συλλογική αντίσταση– δεν εγγυάται ούτε τη μονιμότητα της θέσης.
Ο δεύτερος στόχος είναι η αλλαγή του DNA της ελληνικής εκπαίδευσης, εκείνων δηλαδή των δομικών χαρακτηριστικών που συγκροτούσαν και συγκροτούν μέχρι σήμερα την εκπαίδευση από το νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο και τα μεταπτυχιακά. Ο δεύτερος αυτός στόχος συνοψίζεται σε μερικές λέξεις: αυτονομία, σπάσιμο του ενιαίου προγράμματος, ευελιξία, κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων, αποκέντρωση, αυτοχρηματοδότηση.
Από την αυτονομία στην... αυτοχρηματοδότηση των σχολείων

Ενδιαφέροντα είναι όσα προτείνονται στην  «Έκθεση» για την αυτονομία των σχολείων. Γράφει, λοιπόν: «Η αυτονομία αυτή διαρθρώνεται στους εξής τομείς: α.Παιδαγωγική/ διδακτική αυτονομία, β. Διοικητική αυτονομία, και γ. Οικονομική αυτονομία.» Και παρακάτω εξηγεί: «Η παιδαγωγική αυτονομία αφορά τη μεγαλύτερη συμμετοχή τωνεκπαιδευτικών στα προγράμματα σπουδών, στις διδακτικές μεθόδους, στην επιλογή του εκπαιδευτικού υλικού, την επιλογή του τρόπου αξιολόγησης των μαθητών, κ.λπ. Η διοικητικήαυτονομία, σχετίζεται με την έννοια της αποκέντρωσης, όπου οι διαφορετικές εκπαιδευτικές περιφέρειες έχουν την υποχρέωση να προσαρμόσουν, σε μεγαλύτερο ή μικρότεροβαθμό ανάλογα με το επίπεδο αυτονομίας που τους προσφέρεται, τις βασικές εκπαιδευτικές πολιτικές οι οποίες εκπορεύονται από το Υπουργείο Παιδείας. Η οικονομική αυτονομία,αναφέρεται στη δυνατότητα που δίνεται στη σχολική μονάδα να διαχειριστεί τους πόρους της ή να αναζητήσει πρόσθετους».
Να λοιπόν που καταλήγει η αυτονομία: Όταν η «Εκθεση» κάνει αναφορά στην παιδαγωγική αυτονομία καθόλου δεν εννοεί την προσπάθεια του εκπαιδευτικού να σκύψει στις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε μαθητή. Αντίθετα αν «ξύσουμε» τα «καλολογικά» στοιχεία που στοχεύουν σε ωραιοποιήσεις και σε εξαγορά της συναίνεσης της κοινής γνώμης, περνάμε στο διαφοροποιημένο σχολείο της περιφέρειας και καταλήγουμε στο πολυδιασπασμένο, φθηνό και ευέλικτο σχολείο της αγοράς που αναγνωρίζει τη δημόσια υποχρηματοδότηση ενώ την ίδια στιγμή που αναλαμβάνει πρωτοβουλίες οι οποίες οφείλουν να δίνουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν και να εξασφαλίσουν πόρους τόσο από εξωτερικές όσο και από εσωτερικές πηγές. Δηλαδή, όπως λέει και ένα σύνθημα στους τοίχους από «γονείς – πελάτες και άλλους συγγενείς»!

Πηγή : www.efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου