Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Ιστορίες για Euro/ Οι… Ρεχάγκελ του 2016

 

Πίσω από τις απρόσμενες προκρίσεις της Αλβανίας και της Ισλανδίας στους τελικούς της Γαλλίας κρύβονται ένας ιταλός και ένας σουηδός. Δυο προπονητές που άλλαξαν τη μοίρα των ομάδων τους. Το πώς τα κατάφεραν, είναι δυο απίστευτες ιστορίες

 Η αποτυχία έχει μεγέθη. Συχνά, τα καθορίζουν οι επιτυχίες των άλλων. Η Ελλάδα «κατάφερε» να αποκλειστεί εύκολα -στον πιο βατό προκριματικό όμιλο της ιστορίας της- από την τελική φάση του διευρυμένου Euro με τους 24 φιναλίστ (ρεκόρ συμμετοχών). Ηταν ένα «σοκ», έτσι κι αλλιώς. Αλλά την απουσία της από τα γήπεδα της Γαλλίας την κάνει ακόμη πιο οδυνηρή, η παρουσία της Ουαλίας, της Βορείου Ιρλανδίας, της Αλβανίας και της Ισλανδίας.

Είναι οι τέσσερις πρωτάρες – και οι πιο αδύναμοι κρίκοι του τουρνουά. Για τη Βόρειο Ιρλανδία, η έκπληξη έχει ένα… ελαφρυντικό: έχει πάει σε δυο Μουντιάλ, το 1958 και το 1986. Εχει βγάλει κι έναν Τζορτζ Μπεστ, πώς να το κάνουμε; Το ίδιο ισχύει και για την Ουαλία: ήταν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, και ο σημερινός ηγέτης της -ο Γκάρεθ Μπέιλ- είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής στα διεθνή χρονικά των μετεγγραφών. Οι πραγματικά απρόσμενες προκρίσεις ήταν οι άλλες δυο.


Προτού ταξιδέψουν στη Γαλλία, οι αλβανοί είχαν να επιδείξουν μόλις δυο αξιόλογες επιτυχίες – κι αυτές σε επίπεδο Νέων. Δυο συμμετοχές σε τελική φάση Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, το 1982 με δεκαοκτάχρονους και το 1994 με δεκαεξάχρονους. Οσο για τους ισλανδούς, το ποδόσφαιρο ήταν γι’ αυτούς… άγνωστη λέξη μέχρι να μπούμε στον 21ο αιώνα. Νάτοι, όμως, στο Euro. Εγιναν το μικρότερο -σε πληθυσμό- κράτος που το κατόρθωσε (329.000 κάτοικοι), καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ της Λετονίας (2.000.000 κάτοικοι).
Σύμφωνα με την Goldman Sachs (η οποία στις οικονομικές της προβλέψεις έχει πέσει τόσο μέσα, που το ‘ριξε και στις ποδοσφαιρικές), οι πιθανότητες της εθνικής ομάδας της Αλβανίας να κατακτήσει το Euro είναι 0, ενώ αυτές της Ισλανδίας 0,2%. Ακόμη κι έτσι, η υπέρβασή τους είναι πρωτοφανής. Μεγαλύτερη κι από εκείνη της Ελλάδας όταν πήρε το «εισιτήριο» για την Πορτογαλία (2004), αφού είχε εμφανιστεί σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης και στο παρελθόν: στο Κύπελλο Εθνών του 1980 και στο Μουντιάλ του 1994. Αυτούς τους θριάμβους, οι αλβανοί και οι ισλανδοί τούς χρωστάνε σε δυο ξένους προπονητές που άλλαξαν την ποδοσφαιρική τους μοίρα. Στους δικούς τους… Ρεχάγκελ.
Ο «Ρεχάγκελ της Αλβανίας» είναι ιταλός. Τον Δεκέμβριο του 2011 μετανάστευσε από τον ιταλικό Βορρά στα Τίρανα, ενώ -μέχρι τότε- οι αλβανοί ποδοσφαιριστές ακολουθούσαν το αντίθετο ρεύμα: αναζητούσαν την τύχη τους στη δική του πατρίδα (κυρίως στον Νότο), και από ‘κει πήγαιναν όπου μπορούσαν να βρουν ομάδα, σε όλη την Ευρώπη.
Ο Τζιοβάνι -«Τζιάνι»- ντε Μπιάζι, λοιπόν, δεν άρχισε τη δουλειά του στην εθνική Αλβανίας με συστήματα και τακτικές, αλλά με την προσπάθεια να κλείσει την πόρτα της μεγάλης φυγής και να επαναπατρίσει τους πιο αξιόλογους αλβανούς παίκτες. Μαζί με τον βοηθό του, τον Πάολο Τραμετσάνι (άλλοτε χαφ της Ιντερ και της Τότεναμ), ταξίδεψε παντού αναζητώντας ταλέντα αλβανικής καταγωγής -μετανάστες ή παιδιά μεταναστών- που θα μπορούσαν να προσθέσουν ποιότητα στην ομάδα του. Τότε η Αλβανία βρισκόταν στο νούμερο 83 της κατάταξης της FIFA.
Ο ντε Μπιάζι παρακολουθούσε αγώνες των συλλόγων τους και, εφόσον διαπίστωνε οτι του κάνουν, τους ζητούσε να τον συναντήσουν. Σε αυτά τα ραντεβού, σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, τους ανέλυε τα σχέδιά του για μια ισχυρή και φιλόδοξη εθνική Αλβανίας. Δεν το έβαζε κάτω, ακόμη κι όταν αντιλαμβανόταν οτι εκείνοι κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια για να μη γελάσουν. Σε όλους έλεγε τα ίδια: «Μπορείς να συνεχίσεις να παίζεις στο εξωτερικό, όπου πληρώνουν καλύτερα, όμως μην απαρνηθείς την αλβανική ιθαγένεια. Δεν έχεις και πολλές πιθανότητες να γίνεις διεθνής εδώ. Υπάρχουν καλύτεροι από σένα, που είναι και γηγενείς. Ελα μαζί μου στην εθνική Αλβανίας, και δεν θα χάσεις».
Κάποιους τους έπεισε, οτι -επιτέλους- κάτι σημαντικό και φιλόδοξο γίνεται στην πατρίδα τους. Τον 21χρονο αμυντικό της Νάπολι, Ελσέιντ Χισάι, τον μεσοεπιθετικό της Ριέκα, Οντίσε Ρόσι, τον τερματοφύλακα Ετρίτ Μπερίσα που σήμερα αγωνίζεται στη Λάτσιο, τον αμυντικό της Βασιλείας, Τόλαντ Σάκα κ.ά. Με κάποιους άλλους, δεν τα κατάφερε.
Ο Σκόντραν Μουστάφι, για παράδειγμα, ήταν -τότε- αρχηγός στην Κ21 της Γερμανίας. Περίμενε κλήση από τη μεγάλη εθνική, και δικαιώθηκε. Χάρη στον τραυματισμό του Μάρκο Ρόις, πήγε στο Μουντιάλ της Βραζιλίας – και το κατέκτησε. Αρνητικός ήταν και ο Αντνάν Γιανουζάι, μεσοεπιθετικός της Μπορούσια Ντόρτμουντ σήμερα. Σε αυτή την περίπτωση, ο ντε Μπιάζι επέμεινε στα όρια της παρενόχλησης. Οπως λέει ο ίδιος ο προπονητής, έστειλε στο φορητό τηλέφωνο του πατέρα του πάνω από 100 sms, σε τρεις γλώσσες: αλβανικά, αγγλικά και γαλλικά. Δεν μπήκε στον κόπο, ούτε καν να του απαντήσει.

 Αν και αμείβεται με μόλις 280.000 ευρώ ετησίως -πολύ λίγα για ξένο ομοσπονδιακό τεχνικό- ο ντε Μπιάζι ζει τον μύθο του

Διαβάστε περισσότερα με ένα κλικ ΕΔΩ 

Πηγή :  www.protagon.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου