Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Ζαΐρ Μπολσονάρο, ο φασίστας των 50 εκατομμυρίων ψήφων

Βία και πολιτεία του ακροδεξιού πολιτικού που διεκδικεί την προεδρία της Βραζιλίας.
 
 


Είναι πολύ βολικό να παρουσιάζεις την άνθηση των ακροδεξιών πολιτικών σε όλο τον πλανήτη σαν να πρόκειται για κάποια μορφή επιδημίας, η οποία ξεκίνησε μυστηριωδώς και σταδιακά άρχισε να εξαπλώνεται χωρίς να μπορούμε να κάνουμε το οτιδήποτε για να την εξηγήσουμε και να την εξαλείψουμε.
Προφανώς, εξηγήσεις υπάρχουν και συνήθως είναι αρκετά απλές. Και μέτρα για την αντιστροφή του φαινομένου υπάρχουν, όμως εκεί τα πράγματα μοιάζουν λίγο πιο ζόρικα. Μόλις πριν από λίγες ημέρες, ο πρώην στρατιωτικός, νυν υποψήφιος πρόεδρος και εσαεί ακραίος πολιτικός, Ζαΐρ Μπολσονάρο, συγκέντρωσε το 46% των ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία, φαντάζοντας πια ως το μεγάλο φαβορί για το χρίσμα. Ξαφνικά, τα πρωτοσέλιδα γέμισαν με γλαφυρές επικεφαλίδες τύπου “Σοκ” και “Ντροπή” και για ακόμη μια φορά, η παγκόσμια κοινή γνώμη έμεινε να κοιτάζει μουδιασμένη.
Μόνο που η παραπάνω εξέλιξη, δεν προκαλεί ιδιαίτερη απορία αν κοιτάξει κανείς την πρόσφατη ιστορία της χώρας, τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν εκεί τα τελευταία χρόνια και το βιογραφικό του 62χρονου πολιτικού, ο οποίος με κάποιο τρόπο υπήρχε πάντα στα πράγματα της Βραζιλίας, απλά ελάχιστοι έδειχναν να τον παίρνουν στα σοβαρά. Κι όταν οι αντίπαλοί του άρχισαν να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους, ήταν, ως συνήθως, πολύ αργά.

Μαθήματα βραζιλιάνικης ιστορίας



Οι δημοκρατικές διαδικασίες για την εκλογή προέδρου, αποτελούν πραγματικότητα για τους Βραζιλιάνους μόλις τα τελευταία 20 χρόνια. Πιο πριν και για ένα τέταρτο του αιώνα, από το 1964 μέχρι και το 1989, η χώρα βρισκόταν υπό το καθεστώς μιας πολύ σκληρής στρατιωτικής δικτατορίας, η οποία καθαίρεσε τον αριστερό πρόεδρο Ζοάο Γκουλάρτ από την εξουσία με τις ευλογίες στρατηγών, δεξιών πολιτικών αλλά και των Η.Π.Α οι οποίες φοβόντουσαν ως συνήθως το φάντασμα του κομμουνισμού. Η χούντα βρήκε γρήγορα υποστηρικτές ανάμεσα στα φτωχά στρώματα του λαού, τα οποία πίστεψαν και τις φήμες που διέδιδαν οι συντηρητικοί πως ο ο Γκουλάρτ είχε σκοπό να εγκαθιδρύσει τη δική του, κομμουνιστική δικτατορία.
Κάπως έτσι, μία αιματηρή δικτατορία εγκαταστάθηκε και όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, γέννησε τα δικά της τέρατα, από την δικτατορία της Βολιβίας μέχρι τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η ‘Operation Condor’ που δολοφονούσε ψυχρά τους πολιτικούς της αντιπάλους. Η δημοκρατία μπορεί να αποκαταστάθηκε το 1989, ωστόσο οι νοσταλγοί της χούντας παραμένουν μέχρι και σήμερα. Ένας εξ αυτών, ο Μπολσονάρο, ο οποίος μπήκε στις ένοπλες δυνάμεις το 1971 και είκοσι χρόνια αργότερα μεταπήδησε στην πολιτική αλλάζοντας τα κόμματα σαν τα πουκάμισα και έχοντας σαν διαχρονικό χόμπι να κηρύσσει το μίσος.
Μέχρι και σήμερα, δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως τα χρόνια της χούντας η διαφθορά είχε εξαλειφθεί και η χώρα ζούσε υπό το καθεστώς απόλυτης ασφάλειας (δεν ξέρω αν σου θυμίζει κάτι όλο αυτό). Το γεγονός πως ένας διπλωμάτης που ανακοίνωσε πως σκοπεύει να γράψει βιβλίο για τη διαφθορά την εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας βασανίστηκε και δολοφονήθηκε, φαντάζομαι δεν βοήθησε τις φωνές περί του αντιθέτου να εκφραστούν ελεύθερα.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, δεν έγινε καμία σοβαρή έρευνα για τα εγκλήματα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά της, κανένας δεν πλήρωσε ουσιαστικά για τις βίαιες πρακτικές που καθιερώθηκαν και όλη αυτή η σιωπή βοήθησε στο να μπορούν να βγαίνουν ελεύθερα πολιτικοί όπως ο Μπολσονάρο και να νοσταλγούν τα σκοτεινά εκείνα χρόνια.

Οι συνθήκες στη χώρα


Το σκηνικό που είχε διαμορφωθεί στη Βραζιλία πριν τις προεδρικές εκλογές, εμπεριείχε όλα τα εκρηκτικά συστατικά που έχουν οδηγήσει στην άνοδο συντηρητικών και ακραίων δυνάμεων σε ολόκληρο τον πλανήτη. Διαφθορά, σκάνδαλα, ακραία φτώχεια, έξαρση της βίας. Το 2016, η πρόεδρος Ντίμα Ρούσεφ καθαιρέθηκε εξαιτίας οικονομικού σκανδάλου, με τον Μπολσονάρο να ψηφίζει εναντίον της και να αφιερώνει την ψήφο του στον βασανιστή της Ρούσεφ, από την εποχή που εκείνη υπήρξε αντιστασιακή στα χρόνια της χούντας. Ωραία πράγματα.
Στην συνείδηση των Βραζιλιάνων, οι πολιτικοί άρχισαν να μοιάζουν όλο και πιο αναξιόπιστοι, άλλωστε είχε προηγηθεί και το σκάνδαλο της Petrobas που οδήγησε στην καταδίκη του πρώην προέδρου, Λούλα Ντα Σίλβα (στον οποίο δεν επετράπη να είναι υποψήφιος σε αυτές τις εκλογές, αν και ήταν μπροστά στις δημοσκοπήσεις), ενώ και ο αντικαταστάτης της Ρούσεφ, Μικέλ Τεμέρ, κατηγορήθηκε για παρακώλυση δικαιοσύνης και εκβιασμό και βρέθηκε μια ανάσα από την καθαίρεση. Μέσα σε αυτό το σκηνικό δυσπιστίας, ο Μπολσονάρο βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία για να περάσει στο προσκήνιο, λέγοντας και τάζοντας όλα αυτά που οι Βραζιλιάνοι ήθελαν να ακούσουν.
Τα έβαλε με το σύστημα, υποσχέθηκε να δώσει όπλα στους πολίτες για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, τάχθηκε υπέρ του δικαιώματος των αστυνομικών να σκοτώνουν χωρίς συνέπειες τους εγκληματίες και σταδιακά άρχισε να κερδίζει δημοφιλία και να περνάει από τη σφαίρα μιας γραφικής φιγούρας με ακραίες απόψεις σε αυτήν ενός δημοφιλούς πολιτικού που κέρδιζε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του λαού, αρχικά στα social media και στη συνέχεια εκεί που μετράει, στις κάλπες. Στους υποστηρικτές του ανήκουν κατά κύριο λόγο λευκοί και Ευαγγελιστές Βραζιλιάνοι, όμως αυτοί δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν το εντυπωσιακό 46% που συγκέντρωσε στον πρώτο γύρο των εκλογών.

Το τέρας και η τελευταία ελπίδα



Για να καταλάβεις για τι άνθρωπο μιλάμε όταν αναφερόμαστε στο τέρας Μπολσονάρο, ας δούμε μερικές από τις πιο κάφρικες δηλώσεις του. Το 1999, ζητούσε να κλείσει η Βουλή και υποστήριξε πως η δικτατορία θα έπρεπε να δολοφονήσει τουλάχιστον 30.000 διεφθαρμένους ανθρώπους, με πρώτο τον πρόεδρο Καρντόζο. Το 2003, είπε σε γυναίκα βουλευτή μπροστά στις κάμερες πως δεν θα τη βιάσει επειδή δεν το αξίζει(!) ενώ το 2011 υποστήριξε πως προτιμά ο γιος του να σκοτωθεί σε τροχαίο απ’ το να είναι ομοφυλόφιλος. Μόλις πέρσι τέλος, υποστήριξε δημόσια πως οι Αφροβραζιλιάνοι δεν είναι καλοί για τίποτα, ούτε καν για αναπαραγωγή.
Πέρσι τον Σεπτέμβρη, κατά τη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης, ο Μπολσονάρο δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι κι έφτασε κοντά στον θάνατο. Ωστόσο ανάρρωσε και είδε τη δημοφιλία του να εκτοξεύεται.

Παρά τα φρικτά πράγματα που έχει πει ο γεννημένος στο Σάο Πάολο πολιτικός, κατάφερε με την ρητορική του ενάντια σε αυτούς που “ελέγχουν τα media, το σύστημα και την πολιτική” να πάρει με το μέρος του το συντηρητικό κομμάτι του λαού. Ανάμεσα σε αυτούς και αρκετοί ποδοσφαιριστές, όπως ο Ριβάλντο, ο Ζιοβάνι, ο Κακά και ο Ροναλντίνιο, οι οποίοι απέδειξαν για ακόμη μια φορά πως το συγκεκριμένο επάγγελμα τις περισσότερες φορές καλύτερα να κλωτσάει παρά να μιλάει.
Παρ’ όλα αυτά, η αιτιολόγηση του Ρίμπο μπορεί να μας εξηγήσει σε ένα βαθμό πως σκέφτονται οι Βραζιλιάνοι που επέλεξαν τον Μπολσονάρο. “Χρειαζόμαστε κάποιον να φτιάξει τη χώρα, όχι να μας διδάξει αρχές. Διαλέγουμε πρόεδρο, όχι πατέρα”, έγραψε στο Instagram ο πρώην παίκτης του Ολυμπιακού με ανατριχιαστική ειλικρίνεια και παροιμιώδη αφέλεια.
Δυστυχώς, ο λαϊκισμός κερδίζει για ακόμη μια φορά. Ο Μπολσονάρο υποσχέθηκε στους νέους της Βραζιλίας δουλειές, όπλα και ασφάλεια και εκείνοι αδιαφόρησαν για το ποιόν του, αφού άκουσαν ακριβώς αυτά που ήθελαν. Το παγκόσμιο σκηνικό, σε συνδυασμό με το εύθραυστο παρελθόν της χώρας, έχουν φέρει την Βραζιλία σε οριακό σημείο, μια ανάσα από μια νέα, ψηφιακού τύπου δικτατορία, με τον Μπολσονάρο μεταξύ άλλων να χρησιμοποιεί κατά κόρον και fake news, όπως ότι οι φυλακισμένοι εγκληματίες δήθεν αμείβονται πλουσιοπάροχα, για να εξυπηρετήσει την ατζέντα του.
Τελευταία ελπίδα, το να κάνει την ανατροπή στο δεύτερο γύρο της 28ης Οκτωβρίου ο υποψήφιος του κεντροαριστερού κόμματος των Εργαζομένων, Φερνάντο Χαντάντ. Ακόμα και να χάσει όμως ο Μπολσονάρο, το γεγονός πως έφτασε μέχρι εδώ, αποτελεί ακόμη ένα τρομερά ανησυχητικό σημείο των καιρών.

Πηγή : www.oneman.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου